- αγροτήρ
- ἀγροτήρ (-ῆρος), ο (θηλ. -ότειρα) (Α) [ἀγρός]1. αγρότης (Ι)2. το θηλ. ως επίθ. αγροτική, χωριάτικη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγροτῆρι — ἀγροτήρ rustic masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότειραν — ἀγροτήρ rustic fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek